ξεσκλάβωμα

ξεσκλάβωμα
το [ξεσκλαβώνω]
απελευθέρωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απελευθέρωση — η (AM ἀπελευθέρωσις, εως) η απόδοση της ελευθερίας σε δούλο νεοελλ. 1. η ανάκτηση της ελευθερίας, ξεσκλάβωμα 2. απαλλαγή από τα δεσμά, αποφυλάκιση 3. μτφ. απαλλαγή από κάποιο βάρος, λύτρωση …   Dictionary of Greek

  • απελευθέρωση — η ξεσκλάβωμα: Η απελευθέρωσητης Ελλάδας από τους Γερμανούς και τους συμμάχους τους έγινε τον Οκτώβριο του 1944 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”